υποχρεωτικός

υποχρεωτικός
obligatoire

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υποχρεωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη 2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»). επίρρ... υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816… …   Dictionary of Greek

  • υποχρεωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιβάλλεται από υποχρέωση, αναγκαστικός: Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική. 2. εξυπηρετικός, περιποιητικός: Ο ευγενικός είναι υποχρεωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • αναγκαστικός — ή, ό (Α ἀναγκαστικός, ή, όν) 1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος 2. καταπιεστικός, φορτικός 3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. ῶς) με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από… …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκαστικός — ή, ό [εξαναγκάζω] αυτός που γίνεται με εξαναγκασμό, με άσκηση βίας, υποχρεωτικός («εξαναγκαστική εργασία»). επίρρ... εξαναγκαστικώς, ά με εξαναγκασμό, υποχρεωτικά …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”